Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

το 1821 μέσα από ένα παραμύθι...





Μια φορά κι ένα ... δύσκολο καιρό το 1821 σ'ενα όμορφο χωριό  ζούσε η κυρά Λένη με τον άντρα της τον καπετάν Νικόλα που όλο ταξίδευε και την άφηνε να μεγαλώσει μόνη της τα δίδυμα παιδάκια της τον Γιώργη και την Μαρία...
Τα παιδιά μεγάλωσαν η Μαρία έγινε ολόκληρη κοπέλα κι ο Γιώργης σωστό π[αλικάρι με μαύρα μάτια και μες στριφτό μουστάκι.Καβάλα στο άλογο του την Αστραπή τρέχει στα χωράφια να βγάλει το ψωμί της οικογένειας του...μα ..δε θα'ναι όλα δικά του ! τα μισά θα τα δώσει στον Αγά τον αφέντη!
....................................................................................






βάζουμε στη σειρά τις εικόνες από το παραμύθι ''τα ελληνάκια''
της Ευγενίας Φακίνου...
και αρχίζουμε να ζωγραφίζουμε ότι μας εντυπωσίασε...




                    η Μαρία κι ο Γιώργης...






                           Ο Γιώργης πάνω στην Αστραπή...


στα χωράφια...

Ο Αγάς πάνω στο άλογο...όλοι τον προσκυνάνε...




                        όλοι στενοχωρημένοι...



               έφυγε ο Γιώργης στη θάλασσα...


η γοργόνα...κατέστρεφε τα πλοία του Αγά...


γύρισε στο χωριό και το παγώνι...εξιστορεί...



στο γάμο ήρθαν όλοι οι χωριανοί...




































...Όταν ο Γιώργης γύρισε μετά από καιρό, βρήκε το χωριό άδειο και το Παγόνι, το αγαπημένο πουλί της αδελφής του της Μαρίας, άρχισε να του διηγείται τι έγινε την Κυριακή, που γίνονταν οι γάμοι της Παγώνας και του Γιάννου.
Είχε πια νυχτώσει, αλλά το γλέντι συνεχιζότανε και θα συνεχιζότανε για πολύ ακόμα. Ο γαμπρός κι η νύφη χόρεψαν τον πρώτο το συρτό. Μετά χόρεψαν κι όλοι οι καλεσμένοι.
Η Μαρία κι οι φίλες της τραγούδαγαν για την ομορφιά της νύφης. Το τουμπελέκι, το ούτι, το κλαρίνο συνόδευαν το χορό και το τραγούδι. Κι εκεί που όλα ήταν χαρούμενα, φάνηκε ο Αφέντης ο Αγάς με τους δικούς του. Συνηθισμένος να κάνει ό,τι θέλει, φώναξε:
- Κρασί και μεζέ για τα παλικάρια μου. Κι εσύ Μαρία, σήκω να χορέψουμε!
Όλοι πάγωσαν. Τέτοια προσβολή! Η Μαρία δεν τα 'χασε και με σταθερή φωνή του είπε:
- Δε χορεύω με το ζόρι!
Αυτό ήτανε. Η συνοδεία του Αφέντη του Αγά σήκωσε τα όπλα, οι δικοί μας τράβηξαν τα σπαθιά...
Του Γιώργη τα χείλια τρέμανε απ' το κακό του...
- Αρκετά! φώναξε και τράβηξε το σπαθί του. Τώρα θα δει!...
- Μη! Του φώναξαν οι άλλοι και τον κράτησαν σφιχτά απ' τα χέρια.
- Αφήστε με! Αρκετά πια με τον Αφέντη τον Αγά!
- Δεν έχει νόημα, Γιώργη, του είπαν οι άλλοι. Είμαστε λίγοι κι είναι πολλοί.
- Δεν είμαστε πια λίγοι, είπε ο Γιώργης. Και στ' άλλα τα χωριά το 'χουν αποφασίσει. Οι δικοί μας πού είναι τώρα;
- Οι ανήμποροι πήγανε σ' άλλα χωριά πιο ήσυχα. Οι νέοι βγήκαν στο βουνό*, είπε το Παγόνι.
- Εμπρός, λοιπόν, για το βουνό!
Είχε ξεμυτίσει ο ήλιος απ' την ανατολή, όταν έφτασαν στους πρόποδες του βουνού. Όλα ήταν ήσυχα. Τίποτε δε φαινόταν, τίποτε δεν ακουγόταν... και ξαφνικά... κοκκίνισε το βουνό απ' τα φεσάκια* και μια ελληνική σημαία ξεδιπλώθηκε.
- Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!
Ήταν κοριτσίστικη φωνή, που το είπε, αλλά αρκετά δυνατή για να καταλάβει ο Γιώργης τη φωνή της Μαρίας. Με φτερά στα πόδια ανέβαιναν τώρα το βουνό, να ενωθούν με τους άλλους.
                    δραματοποίηση του παραμυθιού...




                        ...xoρέψαμε τα κλεφτόπουλα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου